Ἀτροπάτῃ

Ἀτροπάτῃ
Ἀτροπάτης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ατροπατηνή — Αρχαία ελληνική ονομασία του Ατροπατεγιάν, του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, όταν ήταν τμήμα της βορειοδυτικής Μηδίας και αποτελούσε σατραπεία. Ονομάστηκε Α. από τον Πέρση σατράπη Ατροπάτη, στον οποίο παραχωρήθηκε μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”